- πειθοῦν
- ΠειθώPersuasionfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πειθοῦν — Πειθώ Persuasion fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
θησαυρός — Ο συσσωρευμένος πλούτος, σε χρήματα ή τιμαλφή. (Αρχαιολ.) Κτίριο των αρχαίων ελληνικών ιερών, ειδικά κατασκευασμένο για τη φύλαξη των πολύτιμων ή λατρευτικών αντικειμένων. Στους μυκηναϊκούς χρόνους οι θ. ήταν υπόγεια οικοδομήματα, ειδικά… … Dictionary of Greek
κάρδαμο — Κοινή ονομασία πολλών φυτών που καλλιεργούνται ως σαλατικά. Ως κ. αναφέρεται κυρίως το λεπίδιο το εδώδιμο της οικογένειας των σταυρανθών (δικοτυλήδονα), που καλλιεργείται και στην Ελλάδα από την αρχαία εποχή. Είναι μονοετές που αναπτύσσεται… … Dictionary of Greek
σκάνδιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Sc· έχει ατομικό αριθμό 21, ατομικό βάρος 44,96 και ένα σταθερό ισότοπο. Περιέχεται στα ορυκτά θορτβεϊτίτη (Νορβηγία, Μαδαγασκάρη), γαδολινίτη και ευξενίτη της σκανδιναβικής χερσονήσου από όπου προέρχεται και το όνομά… … Dictionary of Greek
Αφροδίτες, παλαιολιθικές — Αγαλματίδια γυναικών της αρχαιότερης γνωστής γλυπτικής, σκαλισμένα σε πέτρα, ελεφαντοστό ή κόκαλο. Κοινό γνώρισμα των γλυπτών της σειράς αυτής είναι το μικρό τους μέγεθος (4 22 εκ.) και τα τονισμένα δευτερεύοντα χαρακτηριστικά του φύλου… … Dictionary of Greek
Ζάκυνθος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Πατέρας του ήταν ο Δάρδανος, γιος του Δία και της Ηλέκτρας. Ο Ζ. έφυγε από τη Φρυγία, όπου είχε καταφύγει ο πατέρας του ο οποίος παντρεύτηκε την κόρη του Τεύτρου, βασιλιά της χώρας. Από εκεί πήγε στην Αρκαδία και, αφού… … Dictionary of Greek
Λάρισα — I Πόλη (124.394 κάτ.) της Θεσσαλίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού (βλ. λ. Λαρίσης, νομός) και του ομώνυμου δήμου (βλ. λ. Λάρισας, δήμος). Βρίσκεται στο κεντροανατολικό τμήμα της θεσσαλικής πεδιάδας, εκτεινόμενη στις δύο όχθες του Πηνειού. Είναι… … Dictionary of Greek
Παναχράντου, μονή — Ανδρικό μοναστήρι της Άνδρου, αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Eξαρτάται από τη Μητρόπολη Σύρου, Τήνου, Άνδρου, Κέας και Μήλου. Η ίδρυση του μοναστηριού ανάγεται στην εποχή του Bυζαντινού αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά (10ος αι.). Οικοδομικές… … Dictionary of Greek